σπερματοδόχος

σπερματοδόχος
και σπερμοδόχος, -ο, θηλ. και -α, Ν
ανατ.
1. αυτός που δέχεται ή περιέχει σπέρμα
2. φρ. «σπερματοδόχος κύστη»
(ανατ.-φυσιολ.) καθένας από τους δύο επιμήκεις απιοειδείς θυλάκους που βρίσκονται στη συνέχεια τών σπερματικών πόρων επάνω από τον προστάτη, πίσω από την ουροδόχο κύστη και μπροστά από το απευθυσμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ουρο-δόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπερματοδόχος — α, ο αυτός που δέχεται το σπέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπερμοδόχος — ο, Ν βλ. σπερματοδόχος …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”